Entrevistas
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΗΛΙΑΡΕΣΗΣ
Απάντηση 1η Συγχαίρω ειλικρινά τον εκλεκτό συνάδελφο κ. Νότη Μαυρουδή γιά την πρωτοβουλία του να ίδρυση το «TAR» το πρώτο αυτό ελληνικό περιοδικό τής κιθάρας. Το «TAR» μπορεί να προσφέρει θετικές υπηρεσίες στην παραπέρα διάδοση τής κιθάρας στην Ελλάδα. Το περιεχόμενο καθώς και ή εμφάνιση τού πρώτου τεύχους τού «TAR» προοιωνίζουν μία εξαιρετική σταδιοδρομία πού τού την εύχομαι ολόψυχα.
Για να απαντήσω στην ερώτηση σας πρέπει να σάς πω ότι στην περίοδο ευθύς μετά την απελευθέρωση δηλ. το 1945-50, οι Έλληνες κιθαριστές είμαστε ολιγάριθμοι και τα ρεσιτάλ κιθάρας σπάνια, ή κιθάρα εθεωρείτο όργανο συνοδείας τής φωνής και τού μαντολίνου και στα ωδεία συμπεριλαμβάνονταν στη «σχολή λαϊκών οργάνων». Ό κιθαριστής τής εποχής εκείνης ήταν υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τις μεγάλες δυσχέρειες τού οργάνου με ελλιπή τεχνική κατάρτιση αφού είμαστε όλοι αυτοδίδακτοι ή είχαμε δασκάλους αυτοδίδακτους, και δεύτερο να αποδείξει ότι ακροατήριο του ότι ή κιθάρα δεν είναι λαϊκό όργανο συνοδείας άλλα σολιστικό, ισάξιο των άλλων μουσικών οργάνων, με την κατά το δυνατόν αρτιότερη εκτέλεση κλασσικών έργων. Δεν πρέπει συνεπώς να υποτιμάται από τούς νεώτερους κιθαριστές ή σημασία τής προσπάθειας των κιθαριστών τής εποχής εκείνης, πού θα μπορούσε να ονομαστεί ηρωική εποχή τής κιθάρας, γιατί αυτοί δώσανε και κερδίσανε την πρώτη μάχη για την αποκατάσταση της. Πιστεύω πώς για να σημειωθεί ή μετέπειτα μεγάλη διάδοση τής κιθάρας στις επόμενες δεκαετίες συνετέλεσαν και άλλοι αποφασιστικοί παράγοντες τούς οποίους θα προσπαθήσω να σάς εκθέσω.
1) Ή εν γένει πολιτιστική άνοδος τού ελληνικού λαού πού σημειώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες.
2) Οι ποικίλες αρετές τής κιθάρας σαν μουσικού οργάνου α) ευγένεια ήχου 6) ποικιλία ηχοχρωμάτων γ) πολυφωνικές και παράλληλα εκφραστικές δυνατότητες της.
3) Ή έμφυτη προδιάθεση τού λαού μας για τη μουσική καθώς και ή ειδική ψυχολογία και αισθαντικότητα του, πού βρίσκει στο όργανο αυτό το γλυκύ και αύταρκες, το ιδανικότερο μέσο τής μουσικής έκφρασης του.
4) Και το σημαντικότερο ή ίδρυση και λειτουργία τής τάξης τής κιθάρας από τον Α. Σεγκόβια στη μουσική ακαδημία Κιτζιάνα στη Σιένα τής Ιταλίας το 1950, στην όποια είχα την τύχη να είμαι ό πρώτος Έλληνας σπουδαστής και μεταξύ των πρώτων ελαχίστων κιθαριστών από όλο το κόσμο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθώ σε ορισμένα γεγονότα και σε ορισμένα πρόσωπα για να πληροφορηθούν οι αναγνώστες τού «TAR» πώς, χάρις στα γεγονότα αυτά και σ' αυτούς τούς ανθρώπους αξιοποιήθηκε για μένα πρώτα και για πολλούς άλλους Έλληνες κιθαριστές εν συνεχεία ή ίδρυση τής τάξεως τού Σεγκόβια ότι Σιένα. Χωρίς αυτή την ευτυχή συγκυρία γεγονότων και προσώπων, ή επαφή μας με τον Σεγκόβια και την Ισπανική σχολή και γενικά ή εξέλιξη τής κιθάρας στην Ελλάδα, θα καθυστερούσε πάρα πολύ. Πράγμα πού αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι ή μεγάλη αυτή ευκαιρία πού έδωσε ό Σεγκόβια στους κιθαριστές όλου τού κόσμου να παρακολουθήσουν τα μαθήματα του, άργησε να γίνει γνωστή στον κομό ολόκληρο, τού, ώστε τα τέσσερα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, συγκέντρωσε -συγκριτικά- ελάχιστους μαθητές. Δεν υπερβαίναμε ούτε τούς δέκα. Συγκεκριμένα ήσαν oil: E.SUNDGUIST, E.PADOVANI, M.RIGAEI, Α.COMPANY, R.SAN¬CHEZ, A.LACOYA, A.DIAZ, I.WILLIAMS, Γ.ΜΗ-ΛΙΑΡΕΣΗΣ.
Την εποχή εκείνη, ή παρουσία μου στο μουσικό στίβο τής πατρίδας μας κίνησε την προσοχή ορισμένων ανθρώπων τής τέχνης πού ενδιαφέρθηκαν για μένα και θέλησαν να με Βοηθήσουν. Ήταν το 1950. Ό διάσημος Βαθύφωνος τής Μετροπόλιταν Όπερας τής Νέας Υόρκης Νίκος Μοσχονάς, ευρισκόμενος όταν Ελλάδα και ακούγοντας με, έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για μένα, και ζήτησε από την διάκε-κριμένη χορογράφο Ντόρα Στράτου, ή όποια βοηθούσε και βοηθάει πάντα τούς νέους καλλιτέχνες, να βοηθήσει και μένα. Εκείνη συζήτησε την περίπτωση μου με το διάσημο ζεύγος Μπαχάουερ - SHERMAN, προσωπικούς φίλους τού SEGOVIA. Ό SHER¬MAN γνώριζε πώς το ίδιο εκείνο καλοκαίρι ό SEGOVIA θα εγκαινίαζε τα μαθήματα τελειοποιήσεως στη μουσική Ακαδημία τής SIENA. Αμέσως ή Ντόρα Στράτου μου εξασφάλισε ιδιωτική υποτροφία και πήγα στη SIENA όπου παρακολούθησα τα μαθήματα τού Σεγκόβια επί τέσσερις συνεχείς περιόδους (1950¬1953) και ως υπότροφος τής ακαδημίας.
Ή γνωριμία μου με τον Σεγκόβια υπήρξε το σημαντικότερο γεγονός τής ζωής μου και ή μετάβαση μου στη Σιένα, το 1950, υπήρξε γεγονός σημαντικό για όλη την ελληνική κιθαραστική οικογένεια, πρώτον διότι όπως είπαμε, όλοι οι Έλληνες κιθαριστές, είμαστε μέχρι τότε αυτοδίδακτοι ή μαθητές αυτοδίδακτων. Κανένας μας δεν είχε μαθητεύσει ως τότε διά ζώσης στη μεγάλη Ισπανική σχολή. Τα νύχια, ό τρόπος χρήσης τους, το άπογιάντο και τα ηχοχρώματα ήσαν πράγματα άγνωστα σε όλους τούς Έλληνες κιθαριστές. Οι κιθαριστές αναγνώστες τού «TAR», μπορούν να καταλάβουν τη σημασία αυτού τού γεγονότος. Δεύτερο: ή μετάβαση μου στη Σιένα, άνοιξε κατοπινά το δρόμο σε πολλούς άλλους Έλληνες κιθαριστές, πού και οι ίδιοι, και οι μαθητές τους γίνανε συντελεστές τής γρήγορης εξέλιξης τής κιθάρας στη χώρα μας.
Επωφελούμαι τής ευκαιρίας πού ευγενώς μού παραχώρησε το περιοδικό σας, να εκφράσω για άλλη μια φορά, δημόσια, την ευγνωμοσύνη μου όταν κα Ντόρα Στράτου, καθώς και σε όλους τούς άλλους εκλεκτούς καλλιτέχνες πού με βοήθησαν όταν καριέρα μου.
Πριν τελειώσω την απάντηση μου στην πρώτη σας ερώτηση, θέλω να σάς πω και δύο λόγια για τα σεμινάρια, συνέδρια κ.λπ.
Τις τελευταίες Δεκαετίες παρατηρήθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ή ίδρυση κιθαριστικών συλλόγων και ή οργάνωση κιθαριστικών συνεδρίων. Νομίζω πώς αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα και έχουν αρνητικά αποτελέσματα για την κιθάρα. Πρώτον, διότι ή κιθάρα είναι ένα θαυμάσιο όργανο πού επέζησε μέσα στους αιώνες χάρις στις αρετές του και στους μεγάλους κιθαριστές, χωρίς συλλόγους και συνέδρια. Δεύτερον γιατί πουθενά στην ιστορία των άλλων μουσικών οργάνων δεν αναφέρονται εταιρίες και συνέδρια π.χ. πιανι-οτικά, βιολιστικά κ.λ.π. καί τρίτο, γιατί αυτοί οι αυτόκλητοι οργανωτές αυτών των εταιριών και συνεδρίων δηλώνοντας έτσι ότι παρέχουν βοήθεια στην κιθάρα, την εμφανίζουν μειονεκτική έναντι των άλλων οργάνων και κλονίζουν το παγκόσμιο κύρος της. Όσο για τα σεμινάρια, αυτά πρέπει να οργανώνονται πάντα από μεγάλα μουσικά ιδρύματα, κρατικά Ωδεία, μουσικές ακαδημίες και Πανεπιστήμια και από ώριμους καλλιτέχνες παγκοσμίου κύρους. Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορώ να συμπεριλάβω τα διάφορα κιθαριστικά σεμινάρια και συνέδρια πού γίνονται όταν Ελλάδα, στο ενεργητικό των νεαρών ταλαντούχων Ελλήνων κιθαριστών και των οργανωτών τους, όταν μάλιστα σκέπτομαι ότι ή Ελληνική σχολή τού πιάνου με τόσους διάσημους, σοβαρούς και παγκοσμίου κύρους εκπροσώπους, με ιστορία εκατό και πλέον ετών, δεν παρουσίασε ποτέ ή σχεδόν ποτέ σεμινάρια στην Ελλάδα και μάλιστα χρηματοδοτούμενα από το κράτος.
Απάντηση 2η: Νομίζω πώς πολλοί νέοι Έλληνες κιθαριστές σήμερα, έχουν άριστη τεχνική κατάρτιση, πού τούς επιτρέπει να παρουσιάζουν δύσκολα έργα. Η μουσική αναγκαιότητα, νομίζω πώς εκφράζεται με την παρουσίαση έργων υψηλής μουσικότητας και κυρίως κλασικών πού είναι περισσότερο προσιτά στην πλειοψηφία τού λαού.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει κατεστημένη ερμηνεία, υπάρχει σωστή ερμηνεία πέραν εποχής, πού πηγάζει από το μουσικό περιεχόμενο τού έργου. Εκτός αυτού, ή ερμηνεία είναι θέμα ευαισθησίας τού εκτελεστού και θέμα οργάνου. Το είδος τού οργάνου (κιθάρα, πιάνο κ.λπ.) πού παίζει ό καλλιτέχνης, παίζει ρόλο στη διαμόρφωση τής ερμηνείας, ανάλογα με τις δυνατότητες πού διαθέτει το όργανο. Εκφραστικότητα, ποικιλία ηχοχρωμάτων, δυνατότητα αυξομείωσης τής έντασης, κ.λπ. Δεν νομίζω π.χ. ότι ό Μπαχ πρέπει να παίζεται ούτε με όργανο τής εποχής του, ούτε όπως παίζονταν τότε, απλούστατα διότι τα σημερινά όργανα είναι τελειότερα και διότι ή σημερινή ευαισθησία των εκτελεστών είναι πολύ πιο κοντά στον Μπαχ, από τούς σύγχρονους του, αφού όπως ξέρουμε, όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί προηγούνται τής εποχής τους.
Δεν μπορούμε να παίζουμε όταν κιθάρα μια Σουίτα τού λαούτου, όπως ακριβώς παίζεται στο λαούτο, γιατί τότε θα στερούσαμε την ερμηνεία μας από την εκφραστικότητα τής κιθάρας πού δεν έχει το λαούτο. Δεν υπάρχει όπως είπαμε κατεστημένη ερμηνεία, κατά την γνώμη μου- υπάρχει όμως ή ερμηνεία των μεγάλων εκτελεστών από την όποια επηρεάζονται ορισμένοι εκτελεστές, το ίδιο όμως συμβαίνει και στην σύνθεση και σε όλες τις τέχνες αφού οι μεγάλοι είναι οδηγοί των άλλων είτε το θέλουμε είτε όχι. Ωστόσο, κάθε καλλιτέχνης με γνώση, πείρα, ευρύτητα πνεύματος και ευαισθησία, μπορεί να δημιουργήσει ερμηνευτικά, μία δική του προσωπικότητα. Η δεξιοτεχνική επίδειξη εντυπωσιάζει άλλα δεν συγκινεί- ή καλή τεχνική όμως είναι απαραίτητη για μια σωστή ερμηνεία. Οι περισσότεροι από τούς νέους Έλληνες κιθαριστές πού άκουσα, νομίζω ότι έχουν μια άρτια τεχνική και ερμηνευτικά βρίσκονται σε καλό δρόμο.
Απάντηση 3η: Θεωρώ τούς SOR, GIULIA¬NI, AGUADO, CARCASSI, TARREGA, LLOBET, PUJOL, SEGOVIA, τούς βασικούς δασκάλους τής κιθάρας και νομίζω πώς κάθε σπουδαστής τής κιθάρας πρέπει να μελετήσει το έργο τους σοβαρά. Μού φαίνεται ωστόσο φυσικό να μελετάνε οι νέοι κιθαριστές και νεώτερους συνθέτες. Εκτός βέβαια από τούς Η. VILLA-LOBOS, Μ.PONCE, M.C.TEDESCO, πού άνοιξαν το δρόμο τής κιθάρας προς τη σύγχρονη ευαισθησία, πολλοί άλλοι σύγχρονοι συνθέτες γράψανε αξιόλογα έργα και πολύ περισσότερο πρωτοποριακά για την κιθάρα. Νομίζω πώς ένας σοβαρός κιθαριστής μπορεί να παίζει και μοντέρνα έργα, άλλα δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψει την κλασσική πολυφωνική μουσική, αν θέλει να διατηρήσει την τεχνική του. Τα προγράμματα των μεγαλύτερων κιθαριστών σήμερα, είναι γεμάτα κλασικούς. Προ δύο μηνών άκουσα στην Ισπανία τον Μανουέλ Μπαρρουέκο (MANUEL BARRUECO) κι έπαιξε R.DE VISE, SCARLATTI, BACH, LO-BOS, PAGANINI, κ.ά.
Το πρόβλημα για την σύγχρονη μουσική, είναι ότι, όταν είναι καλή, να είναι και καλά γραμμένη για την κιθάρα, γιατί είναι πάντα προτιμότερες οι εκδόσεις πού φέρνουν την υπογραφή ενός έγκυρου κιθαριστή. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή στην εκλογή των εκδόσεων• συχνά οι μεγαλύτεροι εκδοτικοί οίκοι παρουσιάζουν κακές εργασίες.
Απάντηση 4η: Μού ζητάτε μια αυτοκριτική και επειδή δεν μπορώ να την κάμω εγώ σωστά και αντικειμενικά, το αφήνω να την κάμουν άλλοι. Μπορώ όμως να σάς πω ότι θεωρώ θετικά στοιχεία τις δημόσιες και ραδιοφωνικές εμφανίσεις μου, τη δισκογραφία μου, το παιδαγωγικό μου έργο και το διασκευαστικό μου έργο. Αρνητικό στοιχείο; ότι δεν ξεκίνησα την μελέτη τής κιθάρας από την αρχή, με σωστή τεχνική, και χρειάστηκε ν' αλλάξω όταν ήλθα σ' επαφή με τον Σεγκόβια χάνοντας έτσι πολύτιμο χρόνο.
Απάντηση 5η: Δεν έχω προσωπική γνώμη για την ερώτηση σας αυτή, γιατί εγώ μεν ποτέ δεν αυτοσχεδίασα στην κιθάρα και κανένας από τούς μεγάλους σύγχρονους κιθαριστές πού έτυχε να γνωρίσω προσωπικά και να ζήσω κοντά τους, όπως ό SEGOVIA, ό PUJOL, ό
DIAZ, ό WILLIAMS, ό YEPES, δεν άκουσα ποτέ να αυτοσχεδιάζουν.
Νομίζω πώς απαραίτητη προϋπόθεση για τον αυτοσχεδιασμό είναι να είναι κανείς και συνθέτης. Οπωσδήποτε ό αυτοσχεδιασμός πρέπει να είναι πολύ δύσκολος στην κιθάρα, λόγω τής φύσεως τού οργάνου και τέλος από άποψη δακτυλικών και θέσεων, είναι αδύνατον να είναι σωστός. Αν λάβουμε ύπ' όψιν μας τα παραπάνω, πρέπει να θεωρήσουμε τον αυτοσχεδιασμό, ένα εντυπωσιακό επίτευγμα πού δεν μπορεί να έχει γενικότερες επιπτώσεις στην εξέλιξη τής κιθαριοτικης τέχνης και γραφής, ή όποια (γραφή) απαιτεί πολύ σοβαρό προβληματισμό για να υπηρετήσει σωστά τη μουσική και τον εκτελεστή.
Απάντηση 6η: θεωρώ άξια λόγου τού TEDES-CO) Tarantella, Sonata 3, Concerto in re), τού TANSMAN (Cavatina), RODRICO (Φαντασία γιά έναν Ευγενή), WALTON (5 Bacateles), BRIT¬TEN (NOCTURNAL), MANEN (FANTASIA-SO¬NATA), κ.ά.
Απάντηση 7η: Οι Έλληνες συνθέτες τής κιθάρας, στο σύνολο τους, εκπροσωπούν νομίζω, κατά το μάλλον ή ήττον όλη την κλίμακα των τάσεων, από παραδοσιακή εθνική ως διεθνιστική και πρωτοποριακή, έκτος από τούς παλαιότερους εκλεκτούς συνθέτες Γ.Α.Πατταϊωάννου (Σουίτα για κιθάρα αφιερωμένη σε μένα τού 1962, 6 Μινιατούρες, και Σονάτα για φλάουτο και κιθάρα), Μ. Χατζιδάκι (σκηνική μουσική, το τραγούδι τού τριαντάφυλλου, Σαραμπάντα 1959), Ν. Μαμαγκάκη (Εκδρομή, πένθιμα, Τριττύς, κουαρτέτο) καί Ά. Κουνάδη (κινηματογραφική μουσική «το κορίτσι με τα μαύρα, και Ά. Ξένου (σε δική μου διασκευή, «Ό θάνατος τού Διγενή»).
Δεν έχω παίξει έργα άλλων συνθετών (έκτος κι αν έχω ξεχάσει κανέναν, και ζητώ συγγνώμη) και έτσι δεν μπορώ να έχω γνώμη για την σύγχρονη μουσική παραγωγή, διότι συν τοις άλλοις είμαι πολύ απασχολημένος με την δασκάλα, τις διασκευές, τη μελέτη μου και σπανίως παρακολουθώ μουσική και άλλες εκδηλώσεις.